προπλαστάρι

προπλαστάρι
το, ΝΜ
(στους Μεταβυζαντινούς αγιογράφους) είδος φουντωτού πινέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προπλάθω + κατάλ. -άρι (πρβλ. πλάθω: πλαστάρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”